λιθογραφία

λιθογραφία
η
η τέχνη της εκτύπωσης στο χαρτί εικόνων ή κειμένων που είναι χαραγμένα πάνω σε λίθινες πλάκες, το λιθογράφημα: Στο σαλόνι της έχει κρεμάσει σπάνιες λιθογραφίες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • λιθογραφία — Τεχνική αναπαραγωγής σχεδίων ή κειμένων σε φύλλα χαρτιού. Το σχέδιο εκτελείται με ειδική μελάνη ή λιπαρό μολύβι (λιθογραφικό μολύβι) στην επιφάνεια μίας παχιάς λειασμένης πλάκας από σκληρό και ομοιογενή ασβεστόλιθο. Οι βασικές μέθοδοι λ. είναι… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • λιθογραφικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λιθογράφο ή στη λιθογραφία («λιθογραφικός ασβεστόλιθος») 2. το θηλ. ως ουσ. η λιθογραφική η τέχνη τού λιθογράφου, η λιθογραφία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. lithographique < lithographie (βλ.… …   Dictionary of Greek

  • γελοιογραφία — Η τέχνη της παραμόρφωσης των χαρακτηριστικών ενός προτύπου με σκοπό να το σατιρίσει, να το ερμηνεύσει ή να τονίσει, υπερβάλλοντάς τα, ορισμένα ψυχολογικά στοιχεία της προσωπικότητάς του. Η γ. μπορεί ακόμα να διακωμωδήσει ή να καυτηριάσει έναν… …   Dictionary of Greek

  • χρωμολιθογραφία — η, Ν 1. η τέχνη τής έγχρωμης εκτύπωσης εικόνων που έχουν χαραχτεί σε λίθινες πλάκες 2. έγχρωμη λιθογραφία, λιθογραφημένη εικόνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. chromolithographie (< χρώμα + λιθογραφία). Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην… …   Dictionary of Greek

  • Αβέρωφ — Εύδρομο θωρηκτό του ελληνικού ναυτικού, που ναυπηγήθηκε στο Λιβόρνο της Ιταλίας τα έτη 1909 11 και αγοράστηκε από την κυβέρνηση Κυρ. Μαυρομιχάλη αντί 22.300.000 δρχ. Για την πληρωμή του ποσού διατέθηκαν περίπου 8.000.000 δρχ. που βρίσκονταν στη… …   Dictionary of Greek

  • άμαξα και άρμα — Δύο πανάρχαια μέσα συγκοινωνίας, γνωστά με διάφορες παραλλαγές σχεδόν σε όλους τους λαούς. Η ά. γεννήθηκε από την προσαρμογή στο έλκηθρο (που ήταν γνωστό από το 7000 π.Χ.) του τροχού, ο οποίος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά ως βιοτεχνικό και… …   Dictionary of Greek

  • Βαρλάμος, Γιώργος — (Πάρος 1922 –). Ζωγράφος και χαράκτης. Σπούδασε στην ΑΣΚΤ και δάσκαλός του ήταν ο Γιάννης Κεφαλληνός, με τον οποίο έζησε συνολικά 14 χρόνια ως συνεργάτης. Στη δεκαετία του 1950 σπούδασε με υποτροφία στη Σχολή Καλών Τεχνών του Παρισιού (χαρακτική… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Στρατή Ελευθεριάδη (Λέσβου) — Το μουσείο ιδρύθηκε από το 1978 από τον εκδότη και τεχνοκριτικό Στρατή Ελευθεριάδη Τεριάντ στη γενέτειρά του Βαρειά, προάστιο της Μυτιλήνης, με σκοπό να δώσει την ευκαιρία στους Λεσβίους συμπατριώτες του και στους επισκέπτες του νησιού να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”